Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερημοδικώ — έω δικάζομαι ερήμην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek
ερημοδικώ — ησα, δικάζομαι ερήμην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)